Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογικεύω [lojikévo] -ομαι Ρ5.2 : κάνω κπ. να σκεφτεί, να φερθεί λογικά, σωστά, με σωφροσύνη: Προσπάθησα να τον λογικέψω. || (συνήθ. παθ.) σκέφτομαι λογικά, σωστά, με σωφροσύνη, γίνομαι λογικός: Λογικέψου κι άσε τις τρέλες. Άρχισε να λογικεύεται κι έπαψε να παιδιαρίζει.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. λογικεύομαι]