Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογιάζω [lojázo] -ομαι Ρ2.1 & λογιέμαι [lojéme] Ρ10.4β : (λαϊκότρ.) λογαριάζω, σκέφτομαι, στοχάζομαι. || (παθ.) λογίζομαι, θεωρούμαι.
[μσν. λογιάζω < αρχ. λόγ(ος) `υπολογισμός, μέτρημα΄ -ιάζω κατά το λογαριά ζω· μσν. λογ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι < λόγ(ος) -ούμαι κατά το θυμούμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- λογιάζω· λοϊάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ. (συν. με εκφρ. όπως: μέσα μου, στο λογισμό μου, στο νου μου, κλπ.)
- 1)
- α) Σκέφτομαι, έχω κ. στο νου μου:
- λογιάζοντάς το (ενν. το φταίσιμο) μοναχάς θαμπώνεται το φως μου (Ερωφ. Ά 98· Ερωτόκρ. Ά 1008), (Διγ. A 2790)·
- είπε της τό λογιάζει (Ερωτόκρ. Δ́ 207)·
- β) συλλογίζομαι, στοχάζομαι:
- πράματα πολλώ λογιών εστέκαν κι ελογιάζα (Ερωτόκρ. Ά 1698· Ά 1164)·
- γ) αναλογίζομαι:
- Λογιάσετε τον πόλεμο και σκοτωμό που γίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33122· Στάθ. Β́ 58)·
- δ) «βάζω» στο νου μου· υποψιάζομαι:
- χίλια κακά λογιάζει (Ερωτόκρ. Έ 1306)·
- Ο Σίλβιος σ’ εθανάτωσε κι άλλονε μην λογιάζεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1291])·
- ε) φαντάζομαι:
- δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα (Φορτουν. Έ 127).
- α) Σκέφτομαι, έχω κ. στο νου μου:
- 2) Λογαριάζω· σχεδιάζω· σκοπεύω:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2279)·
- μετ’ αυτόν (ενν. το ρήγα) ελόγιασα γάμο να ξετελειώσω (Ερωτόκρ. Γ́ 1043)·
- την αιώνιον κόλασιν λογιάζουν (ενν. τα γλυκά λόγια της γυναίκας) να σας δώσουν (Βεντράμ., Γυν. 39).
- 3)
- α) Υπολογίζω· μετρώ:
- (Αχέλ. 2053)·
- τ’ αφέντη μου το νένο δώδεκα χρόνοι σήμερο λογιάζω αποθαμένο (Ροδολ. Ά 538)·
- β) (μεταφ.) υπολογίζω· εκτιμώ:
- (Θρ. Κύπρ. 251)·
- μην πρικαίνεσαι, τ’ όνειρο μη λογιάζεις (Ερωτόκρ. Δ́ 179)·
- Θεό δεν ελογιάζανε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4429).
- α) Υπολογίζω· μετρώ:
- 4)
- α) Θεωρώ, νομίζω:
- όταν … σ’ ελόγιαζα νεκρόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [838])·
- εις ομορφιά κιαμιά κάλλια μου δε λογιάζω (Φορτουν. Ιντ. ά 62)·
- (με την πρόθ. για):
- λογιάζου τα ψόματα γι’ απαρθινά (Ερωτόκρ. Έ 1443)·
- ελογίαζε την αϋπνίαν διά ύπνον (Χίκα, Μονωδ. 66)·
- β) υποθέτω:
- καθώς το λόγιασα, την ηύρα κι εκοιμάτο (Πανώρ. Δ́ 244).
- α) Θεωρώ, νομίζω:
- 5) Αναρωτιέμαι:
- βλέποντας ελόγιαζε (ενν. ο Αρκίτας) το πρόσωπόν της τι έναι (Θησ. Γ́ [127]).
- 6) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου:
- τά θε να πω πρωτύτερα πρέπει να τα λογιάσω (Θυσ. 578· Τζάνε, Κρ. πόλ. 33613).
- 7) Κρίνω· συμπεραίνω:
- (Ζήν. Γ́ 108)·
- Λογιάζω να 'ναι ζωντανή, ότι κτυπά η καρδιά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [870]).
- 8) Αποφασίζω:
- ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις, άντρα μου (Πανώρ. Έ 255).
- 9)
- α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:
- πως με γελάς και παίζεις με το λόγιασα περίσσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [72]· Παλαμήδ., Βοηβ. 1056)·
- β) συλλαμβάνω· κατανοώ (και με υποκ. ο νους):
- να χρωματίζει (ενν. ένας ζωγράφος) με το κονδύλιν εκείνο οπού ελόγιασε με τον νουν του (Ροδινός 55)·
- ποία γλώσσα να είπει ή νους να λογιάσει την άπειρόν σου καλοσύνην, … Κύριε; (Διήγ. πανωφ. 57).
- α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:
- 10) Εμπνέω:
- τον τύραννο θες πιάσεις, το φόβο του Θεού να του λογιάσεις (Ζήν. Δ́ 80).
- 11) Θυμούμαι, «φέρνω» κ. στο νου μου:
- την βλάβη … να τηνε γιατρεύσω … ένα χορτάρι ελόγιασα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1324]).
- 12) Αντικρίζω:
- οϊμέ, τρομάσσω· το Δία βλέπω προσκυνά, τι άλλο να λογιάσω; (Ζήν. Δ́ 168).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- αφού λίγον ελόγιασεν, τέτοιον λόγον εβγάνει (Μαρκάδ. 462)·
- β) έχω στο νου μου, λογαριάζω, σκοπεύω:
- ο καιρός δε σάζει να κυνηγήσει να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει (ενν. ο ψαράς) (Ερωτόκρ. Β́ 476· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1557])·
- γ) βάζω στο νου μου, φαντάζομαι:
- ως δεν ελόγιαζες, μηδ’ έβανέν το ο νους σου … παντρεύγεις το παιδί σου (Φορτουν. Έ 276).
- α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- 2) Υποθέτω, νομίζω, θαρρώ:
- δεν το 'πνιξε (ενν. ο σκύλος τ’ αλάφι), καθώς εσύ λογιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [650]· Πιστ. βοσκ. IV 5, 330).
- 3) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου:
- (Ροδινός 216).
- 4) Κρίνω· συμπεραίνω:
- (Πτωχολ. Β 169)·
- σα λογιάζω, εις φρόνεψη ταίρι ποθές δεν έχει (ενν. ο τραγουδιστής) (Ερωτόκρ. Ά 868).
- 5) Αποφασίζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26913).
- 6) Σκέφτομαι λογικά:
- Κερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ το (Ερωτόκρ. Γ́ 273).
- 7) Είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια:
- Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 331· Ερωφ. Β́ 296).
- 8) Διστάζω:
- Στο σπήλιο είναι το θεριό, έλα και μη λογιάσεις! (Ζήν. Δ́ 120).
- 9) Με τις προθ. για και ογιά
- α) είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια για κάπ.:
- για λόγου του παντοτινά λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 452· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1194])·
- β) μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι για κ. ή για κάπ.:
- Λογιάζει για τη φορεσά, πώς να του τηνε κάμει (Ερωτόκρ. Β́ 89)·
- ογιά το φίλο ελόγιαζε (Ερωτόκρ. Έ 1172).
- α) είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια για κάπ.:
- 10) Με την πρόθ. εις
- α) σκέφτομαι, έχω στο νου μου:
- τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 189· Κατζ. Γ́ 327)·
- β) αναλογίζομαι:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 813)·
- γ) (προκ. για το νου) συλλαμβάνω· κατανοώ:
- Ποιος νους ή γλώσσα δύναται … να λογιάσει εις τα μυστήρια του Θεού; (Διακρούσ. 10125)·
- δ) υπολογίζω, βασίζομαι σε κ.:
- ο πρίγκιπας ελόγιαζεν εις τα φουσσάτα όπου έχει (Χρον. Μορ. Η 6608).
- α) σκέφτομαι, έχω στο νου μου:
- 1)
- Ά Μτβ. (συν. με εκφρ. όπως: μέσα μου, στο λογισμό μου, στο νου μου, κλπ.)
- IΙ. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.)
- 1) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- μόνον κακά λογιάζεται (ενν. η εξανέντροπη γυναίκα), ξυπνή κι όντα κοιμάται (Βεντράμ., Γυν. 56).
- 2) Λογαριάζω, υπολογίζω:
- (Διγ. Άνδρ. 37120).
- 1) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
[<λογίζω ‑ομαι κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.