Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογαριάζω [loγarjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υπολογίζω, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις, περιλαμβάνω κτ. σε έναν υπολογισμό: Aυτό το ταξίδι στοίχισε πενήντα χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τα μεταφορικά. Οι μισθοί του προσωπικού λογαριάζονται στα έξοδα της επιχείρησης. 2. παίρνω υπόψη μου, υπολογίζω, εκτιμώ κπ. ή κτ.: Δε λογαριάζει τίποτα και κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Πήρε τις αποφάσεις του χωρίς να με λογαριάσει. Δε ~ τα λεφτά, αν πρόκειται να κάνω το κέφι μου. 3. θεωρώ, υπολογίζω: Nα με λογαριάζεις φίλο σου. 4. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι: Λογαριάζουμε να μείνουμε μια δυο μέρες ακόμα. Aλλιώς τα λογαριάζαμε κι αλλιώς μας ήρθαν. ΦΡ ~ χωρίς τον ξενοδόχο*. 5. (παθ.) συγκαταλέγομαι: Λογαριάζεται ανάμεσα στους πλουσίους του χωριού. 6. λύνω τις διαφορές μου, αναμετριέμαι με κπ.: Εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε αργότερα. Aν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε.
[μσν. λογαριάζω < αρχ. λογάρι(ον) (υποκορ. του λόγος), ελνστ. σημ.: `απολογισμός΄ -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λογαριάζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Υπολογίζω:
- λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220)·
- β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
- σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31)·
- γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
- Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
- α) Υπολογίζω:
- 2)
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221)·
- β) λαμβάνω υπόψη:
- δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- 3) Νομίζω, θεωρώ:
- λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225)·
- ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
- 4) Σκοπεύω:
- κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
- 5) Προσδοκώ, περιμένω:
- (Ροδολ. Έ 349)·
- είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
- 6)
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347])·
- β) αναφέρω, κατονομάζω:
- (Θησ. Β́ [114]).
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- 7) Προορίζω:
- ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Υπολογίζω:
- (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
- 2)
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259)·
- β) σχεδιάζω:
- ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- 3)
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- (Ευγέν. 882)·
- β) μιλώ, λέγω:
- αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370)·
- γ) συνομιλώ, συζητώ:
- επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
- αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).
- 1) Υπολογίζω:
[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Μτβ.