Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λογάκι το.
-
- Λόγος, κουβέντα (θωπευτ.):
- δύο λογάκια να σε ειπώ και μη έχω την οργήν σου (Φλώρ. 1245)·
- λίγα λογάκια να σου πω κι ας είν’ συμπαθημένα (Χούμνου, Κοσμογ. 1066).
[<ουσ. λόγος + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Λόγος, κουβέντα (θωπευτ.):