Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοβός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοβός ο [lovós] Ο17 : 1. το κάτω σαρκώδες άκρο του αυτιού. 2. (ανατ.) το καθένα από τα προεξέχοντα τμήματα στα οποία διαιρούνται με αυλακώσεις ορισμένα όργανα του σώματος: Λοβοί του πνεύμονα / του εγκεφάλου / του ήπατος. 3. (βοτ.) είδος καρπού με σκληρό, υμενώδες περικάρπιο: Ο καρπός της μπιζελιάς είναι ~.

[λόγ. < αρχ. λοβός]

[Λεξικό Κριαρά]
λόβος ο.
  • (Ναυτ.) μηχανισμός για την αλλαγή της πορείας πλοίου (πβ. OED, λ. luff 1):
    • βέντους του λόβου (Καραβ. 5007).

[<γαλλ. - ισπ. lof (REW 5102) - παλαιότ. αγγλ. lof (πληθ. loves· νεότ. luff, OED, στη λ.) - γερμ. loof (πβ. Kahane-Tietze 1958: 463 σημ. 4), πιθ. μέσω της ιταλικής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες