Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοίμωξη η [límoksi] Ο33 : νοσηρή κατάσταση του οργανισμού, που οφείλεται στην προσβολή του από παθογόνα μικρόβια: ~ των εντέρων. ~ του ουροποιητικού συστήματος, ουρολοίμωξη.
[λόγ. < ελνστ. λοιμωκ- (λοιμώσσω) `υποφέρω από πανούκλα΄ -σις > -ση]