Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιόγερμα το [lójerma] Ο49 : (λογοτ.) η δύση του ήλιου, το δειλινό· ηλιοβασίλεμα. || η ώρα που δύει ο ήλιος: Tον περιμέναμε ως το ~.
[λιο- 1 + γέρμα]