Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιχούδης -α -ικο [lixúδis] Ε9 : (οικ.) που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ κτ. (κυρ. φαγητά και γλυκά)· λαίμαργος. || (ως ουσ.).
[μσν. λιχούδης < αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ούδης (< -ούδ(ι) -ης) (ορθογρ. απλοπ.)]