Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιχουδιά η [lixuδjá] Ο24 : (οικ.) νόστιμο, εκλεκτό φαγητό ή γλύκισμα που είναι ιδιαίτερα ευχάριστο στη γεύση: Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν διάφορες λιχουδιές. Kάθε φορά που ερχόταν, μας έφερνε και από μια ~.
[μσν. *λιχουδιά (πρβ. μσν. λιχουδιάρης) < λιχούδ(ης) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιχουδιάρης -α -ικο [lixuδjáris] Ε9 : (οικ.) που είναι λιχούδης. || (ως ουσ.).
[μσν. λιχουδιάρης < λιχουδι(ά) -άρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιχουδιάρικος -η -ικο [lixuδjárikos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στο λιχουδιάρη.
[λιχουδιάρ(ης) -ικος]