Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιτός, επίθ.
-
- 1) Απλός, απέριττος· ακαλλώπιστος:
- (Διγ. Z 3022).
- 2) ?Φτωχός, άθλιος:
- επήρε … τους πρώτους αυθεντάδας λιτούς και ανυπόδητους (Γεωργηλ., Βελ. Λ 375).
[αρχ. επίθ. λιτός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απλός, απέριττος· ακαλλώπιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιτός -ή -ό [litós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που αρκείται σε λίγα, απλός: Είναι ~ και μετρημένος στη ζωή του. 2. που είναι απλός, χωρίς αφθονία ή πολυτέλεια: Λιτό γεύμα / δείπνο. Λιτή διατροφή. 3. (μτφ.) που είναι απλός, απέριττος, χωρίς στολίδια: Ύφος λιτό. Ο συγγραφέας έχει μια λιτή και μεστή έκφραση.
λιτά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λιτός]