Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιτοδίαιτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιτοδίαιτος -η -ο [litoδíetos] Ε5 : που τρώει λίγο, που αρκείται σε λίγο φαγητό· λιγόφαγος.

[λόγ. < ελνστ. λιτοδίαιτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες