Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιτανεία η [litanía] Ο25 : υπαίθρια θρησκευτική πομπή, κυρίως παρακλητικού χαρακτήρα, με περιφορά ιερής εικόνας ή λειψάνων: Έκαναν ~ για να βρέξει.
[λόγ. < μσν. λιτανεία, ελνστ. σημ.: `παράκληση προς τους θεούς΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιτανεία η· λιτανειά· γεν. πληθ. λιτανεών.
-
- Λιτανεία:
- ο πατριάρχης έκαμε … λιτανείαν … Κ(αι) εδέοντον του Θ(εού) να δώσει βροχήν (Χρον. βασιλέων 1148)·
- εποίκαν λιτανείες … και επήγεν ο λαός όλος εις την Αγίαν Παρασκευήν (Μαχ. 6786)·
- τας ημέραις των μεγάλων λιτανεών (Ασσίζ. 37812).
[μτγν. ουσ. λιτανεία. Η λ. και σήμ.]
- Λιτανεία: