Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιτή η [lití] Ο29 : 1. εκκλησιαστική δέηση που τελείται σε αγρυπνίες και σε ολονυκτίες. 2. εσωτερικός νάρθηκας ναού.
[λόγ. < μσν. λιτή, αρχ. σημ.: `παράκληση (στους θεούς)΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιτή η· λίτη.
-
- 1) Παράκληση, δέηση:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15713).
- 2) Θρησκευτική πομπή, λιτανεία:
- Λιτές εκάναν τρίγυρα, δέησες κι ακλοθούσα με δάκρυα όλος ο λαός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2715)·
- φρ. πολομώ λιτήν = κάνω λιτανεία:
- (Μαχ. 727).
[αρχ. ουσ. λιτή. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παράκληση, δέηση: