Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιπώδης -ης -ες [lipóδis] Ε11 : 1. που έχει πολύ λίπος, λιπαρός: ~ ιστός. Λιπώδες στρώμα. 2. που είναι όμοιος με το λίπος, που έχει τις ιδιότητές του: Λιπώδεις ουσίες.
[λόγ. < ελνστ. λιπώδης]