Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπώδης -ης -ες [lipóδis] Ε11 : 1. που έχει πολύ λίπος, λιπαρός: ~ ιστός. Λιπώδες στρώμα. 2. που είναι όμοιος με το λίπος, που έχει τις ιδιότητές του: Λιπώδεις ουσίες.

[λόγ. < ελνστ. λιπώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες