Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιπόθυμος -η -ο [lipóθimos] Ε5 : που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του, που λιποθύμησε: Έπεσε ~ από τις αναθυμιάσεις.
[λόγ. λιποθυμ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]