Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποψυχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποψυχώ [lipopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει, χάνω το θάρρος, το κουράγιο, δειλιάζω σε δύσκολες καταστάσεις· λιγοψυχώ.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
λιποψυχώ.
  • 1) Λιποθυμώ:
    • (Δούκ. 13126).
  • 2) (Ενεργ. και μέσ.) εξασθενώ, εξαντλούμαι:
    • Περί του λιποψυχούντος ιέρακος (Ορνεοσ. αγρ. 52616
    • εζήτουν ύδωρ και ουκ ην· και ελιποψυχούντο και απέθνησκον (Δούκ. 9319).

[αρχ. λιποψυχέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες