Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιποθυμώ [lipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιποθυμισμένος : χάνω αιφνίδια και προσωρινά τις αισθήσεις μου, την επαφή μου με το γύρω κόσμο, λιγοθυμώ: ~ από την πείνα / από το ξύλο / από τη συγκίνηση / από τη χαρά μου. Δεν άντεξε στον πόνο και λιποθύμησε. Λιποθύμησα απ΄ τα γέλια, ως υπερβολή.
[λόγ. < αρχ. λιποθυμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιποθυμώ· μτχ. παρκ. λιποθυμισμένος.
-
- Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
- έπεσ’, ελιποθύμησεν εκ του πολλού του πόνου (Βέλθ. 1183)·
- μαθών … τα της Θεσσαλονίκης λιποθυμήσας απέθανε (Byz. Kleinchron. Á 18637).
[αρχ. λιποθυμέω. Η λ. και σήμ.]
- Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: