Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπαρός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λιπαρός, επίθ.
  • α) Που έχει λίπος, λάδι:
    • (Κυνοσ. 5887‑8
  • β) παχύς:
    • (Ιερακοσ. 4479
  • γ) άφθονος, πλούσιος:
    • (Πεντ. Γέν. XLIX 20).

[αρχ. επίθ. λιπαρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπαρός -ή -ό [liparós] Ε1 : που περιέχει λίπος: Λιπαρές ουσίες. || Λιπαρό δέρμα. Λιπαρά μαλλιά, που εκκρίνουν σμήγμα. || (χημ.) Λιπαρά έλαια / οξέα. Λιπαρές ενώσεις / ύλες. || (ως ουσ.) τα λιπαρά, ουσίες που περιέχουν λίπος: Tο γάλα περιέχει λιπαρά. Γιαούρτι / τυρί με λίγα λιπαρά.

[λόγ. < αρχ. λιπαρός & σημδ. γαλλ. matière grasse, αγγλ. fat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες