Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιπαντικός -ή -ό [lipandikós] Ε1 : 1. που είναι χρήσιμος, κατάλληλος για τη λίπανση1, που αναφέρεται σε αυτή: Λιπαντικές μέθοδοι / ουσίες. Λιπαντικά υλικά / υγρά / λάδια. 2. (ως ουσ.) το λιπαντικό: α. ουσία ελαιώδης, παχύρρευστη (και σπανιότ. στερεή), ορυκτής συνήθ. προέλευσης, που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των κινητών μερών των μηχανών: Tο γράσο είναι από τα πιο συνηθισμένα λιπαντικά. β. ό,τι χρησιμοποιείται για λίπανση.
[λόγ. λιπαν- (λιπαίνω) -τικός απόδ. γαλλ. de graissage (πρβ. ελνστ. λιπαντικός `για επάλειψη με μύρο΄)]