Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λινόσπορος ο.
-
- Σπόρος λιναριού:
- σευκλόφυλλα ψήσε και λινόσπορον (Ιατροσόφ. 8510).
[<ουσ. λίνον + σπόρος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ. ποντ.]
- Σπόρος λιναριού: