Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λινός, επίθ.
-
- Κατασκευασμένος από λινάρι:
- νήμαν λινόν (Ασσίζ. 24328)·
- 'πικάμισο λινό (Πεντ. Λευιτ. VI 3).
- Το ουδ. ως ουσ.:
- 1) Πολυτελές λεπτοΰφαντο λινό ρούχο:
- ηγάπαν (ενν. η κόρη) … τα λινά τά λέγουν ανεμίτσια (Αχιλλ. (Smith) Ν 862).
- 2) Κυνηγετικό δίχτυ (πβ. αρχ. ουσ. λίνον, L‑S στη λ. I4 και Lampe)· έκφρ. λινά και ξέλινα, βλ. ξέλινα.
- 1) Πολυτελές λεπτοΰφαντο λινό ρούχο:
[<αρχ. επίθ. λίνεος - λινούς αναλογ. με τα επίθ. σε ‑ός. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο EM και σήμ.]
- Κατασκευασμένος από λινάρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λινός -ή -ό [linós] Ε1 : 1. (για υφάσματα και ενδύματα) που είναι κατασκευασμένος από νήματα λιναριού: Λινό πουκάμισο / σεντόνι / κοστούμι. 2. (ως ουσ.) α. το λινό, το ύφασμα και το ένδυμα από λινάρι: Δύο τόπια λινό. Tο καλοκαίρι φοριούνται τα λινά. β. τα λινά, ενισχυτικό πλέγμα στα λάστιχα των αυτοκινήτων.
[μσν. λινός < αρχ. λιν(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- λινόσκουφια η.
-
- Κάλυμμα κεφαλής από λινό:
- (Βαρούχ. 3912).
[<επίθ. λινός + ουσ. σκούφια]
- Κάλυμμα κεφαλής από λινό:
[Λεξικό Κριαρά]
- λινόσπερμα το· λινόσπερμαν.
-
- Σπόρος λιναριού:
- (Ορνεοσ. αγρ. 57017).
[μτγν. ουσ. λινόσπερμα]
- Σπόρος λιναριού:
[Λεξικό Κριαρά]
- λινόσπορος ο.
-
- Σπόρος λιναριού:
- σευκλόφυλλα ψήσε και λινόσπορον (Ιατροσόφ. 8510).
[<ουσ. λίνον + σπόρος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ. ποντ.]
- Σπόρος λιναριού: