Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιντσάρω [lintsáro] -ομαι Ρ6 : 1. (για πλήθος ανθρώπων) επιτίθεμαι με σκοπό να κακοποιήσω κπ. που τον θεωρώ ένοχο, υπεύθυνο για κτ.: Οι φίλαθλοι όρμησαν να λιντσάρουν το διαιτητή. 2. σκοτώνω με τα ίδια μου τα χέρια, χωρίς δίκη, αυτοδικώ: Οι συγγενείς του θύματος επιτέθηκαν στο δολοφόνο για να τον λιντσάρουν.
[αγγλ. lynch (ίσως < ανθρωπων. Lynch) -άρω ή μέσω του ιταλ. linciar(e) -ω]