Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμό το [limó] Ο38 : (στο χαρτοπαίγνιο) χαρτί με πολύ μικρή αξία: Προσπάθησε να ξεφορτωθεί ό,τι ~ είχε πάνω του. || (ως επίθ.): Είμαι άτυχος, όλο λιμά χαρτιά μου ΄ρχονται.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμοκοντόρος ο [limokondóros] Ο18 : (παρωχ.) νεαρός κομψευόμενος, επιτηδευμένος και επιδεικτικός στην εμφάνιση, στους τρόπους και στη συμπεριφορά, που παριστάνει το γόη και ερωτοτροπεί συστηματικά· (πρβ. δανδής).
[*λιμοκόντ(ης) `πεινασμένος κόμης΄ (< λίμ(α) 2 -ο- + κόντης δες στο κόντες) -όρος κατά τα κανταδόρος, σουλατσαδόρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμοκοπημένος, μτχ. επίθ.
-
- Πεινασμένος, λιμασμένος:
- (Προδρ. IV 293 κριτ. υπ).
[μτχ. παρκ. του λιμοκοπώ (σήμ. ιδιωμ.)]
- Πεινασμένος, λιμασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμοκτονία η [limoktonía] Ο25 : 1. θάνατος από έλλειψη τροφής, από ασιτία. 2. παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας.
[λόγ. < αρχ. λιμοκτονία `θεραπεία με αποχή από τροφή΄ κατά τη σημ. της λ. λιμοκτονώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμοκτονώ [limoktonó] Ρ10.9α : 1. πεθαίνω από έλλειψη τροφής, από ασιτία: Yπάρχουν ακόμα και σήμερα χώρες όπου τμήματα του πληθυσμού λιμοκτονούν. 2. υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας· πεινώ: Είναι πολύν καιρό άνεργος και η οικογένειά του λιμοκτονεί.
[λόγ. < αρχ. λιμοκτονῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμοκτονώ· μτχ. παρκ. λιμοκτονισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Αμτβ.) υποφέρω από λιμό, πείνα:
- τους αποκλείσασι κι όλοι λιμοκτονούσαν χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί (Κορων., Μπούας 17).
- Β́ (Μτβ.) θανατώνω με λιμό, επιβάλλω, προκαλώ λιμοκτονία:
- πάντας … εγκλείστους υπό ασιτίας λιμοκτονήσας ένεκα χρυσού και αργύρου (Δούκ. 10324).
- Ά (Αμτβ.) υποφέρω από λιμό, πείνα:
- IΙ. Μέσ.
- 1) Πεινώ πολύ, υποφέρω από πείνα:
- Οι … πένητες και λιμοκτονισμένοι (Προδρ. ΙΙ 82 χφ Η κριτ. υπ).
- 2) Πεθαίνω από ασιτία, πείνα:
- (Φυσιολ. 34920‑1)·
- (μεταφ. προκ. για πνευματικό θάνατο):
- Πλείον γαρ τῳ νόμῳ προσέχοντες οι Ιουδαίοι ελιμοκτονήθησαν (Φυσιολ. 34910).
- 1) Πεινώ πολύ, υποφέρω από πείνα:
[αρχ. λιμοκτονέω. Τ. ‑χτ‑σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.
[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμός ο.
-
- Έλλειψη τροφής, πείνα μεγάλη:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1884)·
- φρ. ψοφώ από του λιμού = «πεθαίνω της πείνας», πεινώ υπερβολικά:
- (Προδρ. IV 393).
[αρχ. ουσ. λιμός. Η λ. και σήμ.]
- Έλλειψη τροφής, πείνα μεγάλη:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμοταγισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που τρέφεται ανεπαρκώς, πειναλέος:
- (Προδρ. IV 293).
[<ουσ. λιμός + μτχ. παρκ. του ταγίζω. Τ. λ’μουταγ’σμένους σήμ. ιδιωμ.]
- Που τρέφεται ανεπαρκώς, πειναλέος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμουζίνα η [limuzína] Ο25 : χαρακτηρισμός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, μεγάλου και πολυτελούς: Οι βιομήχανοι / οι υπουργοί με τις αστραφτερές λιμουζίνες.
[λόγ. < γαλλ. limousin(e) -α]