Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμπίζομαι [limbízome] Ρ2.1β : (οικ.) νιώθω μεγάλη επιθυμία, ορέγομαι, λαχταρώ: Είδα τα κεράσια κόκκινα κόκκινα και τα λιμπίστηκα.
[μσν. λιμβίζομαι (προφ. [mb] ) < ελνστ. λιμβ(ός) ( [mb] ) `λαίμαργος΄ -ίζω, -ομαι]