Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμοκοντόρος ο [limokondóros] Ο18 : (παρωχ.) νεαρός κομψευόμενος, επιτηδευμένος και επιδεικτικός στην εμφάνιση, στους τρόπους και στη συμπεριφορά, που παριστάνει το γόη και ερωτοτροπεί συστηματικά· (πρβ. δανδής).
[*λιμοκόντ(ης) `πεινασμένος κόμης΄ (< λίμ(α) 2 -ο- + κόντης δες στο κόντες) -όρος κατά τα κανταδόρος, σουλατσαδόρος]