Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμενικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμενικός -ή -ό [limenikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο λιμάνι: Λιμενικά έργα / τέλη. Παροχή λιμενικών διευκολύνσεων σε ξένα πλοία. Λιμενικές εγκαταστάσεις / αρχές. Λιμενικό Σώμα, σώμα με στρατιωτική οργάνωση, που έχει τη διοίκηση της εμπορικής ναυτιλίας, των λιμανιών και των αντίστοιχων υπηρεσιών. 2. (ως ουσ.) α. ο λιμενικός, αυτός που ανήκει στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος. β. το Λιμενικό, το Λιμενικό Σώμα: Xρειάστηκε επέμβαση του Λιμενικού, για να αποφευχθούν επεισόδια κατά την επιβίβαση στο πλοίο.

[λόγ. λιμεν- (δες λιμένας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες