Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμήν ‑ένας ο.
-
- 1)
- α) Λιμάνι:
- (Χρον. Μορ. Ρ 436)·
- (μεταφ.):
- (Φλώρ. 63, 511)·
- β) επίνειο:
- από του Σουδεΐ, όπερ εστί λιμήν της Αντιοχείας, επί την Ρώμην έπλεε … (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 106). 2) (Μεταφ.) καταφύγιο, καταφυγή: (Προδρ. ΙΙΙ 9)·
- (προκ. για την Παναγία):
- χαίρε, … λιμήν κινδυνευόντων (Εις Θεοτ. 101).
- α) Λιμάνι:
[αρχ. ουσ. λιμήν. Η λ. (‑ένας) και σήμ.]
- 1)