Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμάρω [limáro] -ομαι Ρ6 : 1. (κυρ. για μέταλλα) λειαίνω, λεπταίνω μια επιφάνεια, ένα αντικείμενο με τη λίμα: Πρέπει να λιμάρουμε το κεφάλι της βίδας. Tα κάγκελα του κελιού ήταν λιμαρισμένα και ο κρατούμενος άφαντος. || ~ τα νύχια μου. 2. (μτφ., προφ., μόνο ενεργ.) λέω πολλά, φλυαρώ.

[μσν. λιμάρω < ιταλ. limar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες