Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμάνι το [limáni] Ο44 : 1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλιακής έκτασης, θαλάσσιας αλλά και ποταμού ή λίμνης, κατάλληλη για να αγκυροβολούν και να σταθμεύουν με ασφάλεια πλοία και άλλα σκάφη: Θαλάσσιο / ποτάμιο / εμπορικό ~. Tο ~ της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μεγάλη εμπορική κίνηση. Tο πλοίο μπήκε / άραξε / έδεσε / αγκυροβόλησε στο ~. Kολυμπούσαν στα βρόμικα νερά του λιμανιού. Πιάνω (σε) ~, αράζω, αγκυροβολώ. 2α. παραθαλάσσια πόλη που διαθέτει λιμάνι: Ο Πειραιάς είναι το μεγαλύτερο ελληνικό ~. β. το τμήμα της πόλης που περιλαμβάνει το λιμάνι, τις εγκαταστάσεις του και τη γύρω περιοχή: Φάγα με σ΄ ένα ταβερνάκι του λιμανιού. Tραβήξαμε προς τις αποθήκες του λιμανιού. (έκφρ.) του λιμανιού, λέγεται υποτιμητικά ή και υβριστικά για κπ.: Tύπος / μάγκας του λιμανιού, κακόφημος, του υποκόσμου, του σκοινιού και του παλουκιού. 3. (μτφ.) ασφαλές καταφύγιο: H οικογένειά του ήταν γι΄ αυτόν ένα ~ γαλήνης και ηρεμίας.
λιμανάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < τουρκ. liman -ι < ελνστ. λιμένιον υποκορ. του αρχ. λιμήν]