Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιλί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιλί το [lilí] Ο43 : (οικ.) 1. (παιδ.) α. κάθε μικροαντικείμενο που εκλαμβάνεται ως παιχνίδι. β. το γεννητικό όργανο του μικρού αγοριού· πουλάκιII. 2. (πληθ.) τα στολίδια. || (ειρ.) τα κοσμήματα, τα παράσημα.

[λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιλιπούτειος -α -ο [lilipútios] Ε6 : για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ μικρός στο σώμα, στις διαστάσεις: Λιλιπούτειο ανάστημα. Tο λιλιπούτειο κράτος του Bατικανού στο κέντρο της Ρώμης / του Aγίου Mαρίνου.

[λόγ. < αγγλ. lilliputian < Lilliput `όνομα φανταστικής χώρας με κατοίκους έξι ιντσών΄ από το μυθιστόρημα Gulliver΄s Travels του Swift (-ian = -ειος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες