Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λικμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λικμώ· λιχνώ.
  • Λιχνίζω:
    • (Χρησμ. 8611).

[αρχ. λικμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες