Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λικμίζω· λιχνίζω.
-
- Λιχνίζω:
- τον θεριζόμενον στάχυν και τας λικμιζομένας άλωνας ένδον εκόμιζον (Δούκ. 3074).
[<αόρ. του λικμώ. Ο τ. στο Somav. και σήμ. Η λ. στον Ησύχ.]
- Λιχνίζω: