Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθόστρωση η [liθóstrosi] Ο33 : το στρώσιμο, η κάλυψη με κατεργασμένες πέτρες ενός τμήματος του εδάφους (δρόμου, αυλής, πλατείας κτλ.).
[λόγ. λιθο- + στρώ(σις) -ση κατά το λιθόστρωτος]