Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθάνθρακας ο [liθánθrakas] Ο5 : είδος ορυκτού άνθρακα, γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται ως στερεό καύσιμο· πετροκάρβουνο: Kοιτάσματα λιθάνθρακα.
[λόγ. λιθ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας μτφρδ. γερμ. Steinkohle ή γαλλ. charbon de terre]