Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγώνω [liγóno] -ομαι Ρ1 : 1. προκαλώ ή αισθάνομαι τάση για εμετό, αναγούλα: Mε λίγωσε αυτό το γλυκό. Έφαγα τρεις πάστες και λιγώθηκα. 2. (παθ.) αισθάνομαι τάση για ζάλη, λιποθυμία: Λιγώθηκα στην πείνα, πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα. Λιγώθηκε στα γέλια, ξεκαρδίστηκε. Tον κοίταζε με λιγωμένα μάτια, καταγοητευμένη, εκστασιασμένη.
[ελνστ. ὀλιγ(ῶ) `λιγοστεύω, στενοχωριέμαι΄ -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιγώνω· μέσ. λιγώνουμαι· 'λλιώννομαι· ολιγώνομαι· μτχ. παρκ. ελιγωμένος· ελλιγωμένος· 'λλιγωμένος· 'λλιωμένος.
-
- I. Ενεργ. (αμτβ. με μέση διάθεση) λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου· εξασθενώ·
- (εδώ μεταφ.):
- ο κόσμος μαραίνεται κι η φύση λιγώνει και θα σβήσει; (Πιστ. βοσκ. Ι 1, 210).
- (εδώ μεταφ.):
- IΙ. Μέσ.
- Ά Αμτβ.
- 1) Λιγοστεύω, μειώνομαι, χάνομαι:
- η αγάπη εμάρανε, ο πόθος ωλιγώθην (Ριμ. Βελ. ρ 529)·
- των προφητών τα λόγια … 'λλιωθήκαν (Θρ. Κύπρ. 450).
- 2)
- α) Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου:
- ήπεσε κι ελιγώθηκε κι η δύναμή τση εχάθη (Ερωτόκρ. Δ́ 250)·
- β) λιγοψυχώ, εξαντλούμαι:
- από την λύπην την πολλήν ήτονε λιγωμένος (ενν. ο Ιωσήφ) (Χούμνου, Κοσμογ. 1612· 1617).
- α) Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου:
- 3) Φθείρομαι, φθίνω, λειώνω·
- (εδώ μεταφ.):
- λιγώνομαι, κυρά, διά την πολλήν σου αγάπην (Ερωτοπ. 88).
- (εδώ μεταφ.):
- 4) (Με τη λ. πείνα στη γεν.) πεινώ πολύ, ξελιγώνομαι:
- (Φορτουν. Β́ 100).
- 1) Λιγοστεύω, μειώνομαι, χάνομαι:
- Β́ (Μτβ.) επιθυμώ πολύ, λιγουρεύομαι:
- Τα κάλλη της τα νόστιμα λιγώνομαι (Λίβ. Esc. 2395)·
- (προκ. για φαγητό):
- Γάλα, μυζήθρα και τυρί … λιγώνεσαί τα (Στάθ. Β́ 136).
- Ά Αμτβ.
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Λιπόθυμος, αναίσθητος:
- ας πηαίνω, πρίχου σηκωθεί η λιγωμένη Σάρρα (Θυσ. 269)·
- (μεταφ.):
- ανάζησε η λιγωμένη αγάπη (Θησ. Δ́ [363]).
- 2) Γοητευμένος, εκστασιασμένος:
- όμορφη η γι-Αρκαδιά και λιγωμένη στέκει την ώρα τούτη πολλά χαριτωμένη (Πιστ. βοσκ. Ι 4, 195).
- 1) Λιπόθυμος, αναίσθητος:
[μτγν. ολιγόω. Ο τ. 'λλιώννομαι και η μτχ. παρκ. 'λλιωμένος και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (λη‑ και ‑ομαι) και σήμ.]
- I. Ενεργ. (αμτβ. με μέση διάθεση) λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου· εξασθενώ·