Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγωμάρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγωμάρα η [liγomára] Ο25α : λιγούρα, λίγωμα.

[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
λιγωμάρα η.
  • 1)
    • α) Λιποθυμία:
      • το αίμα απ’ τες πληγές τόσο πολύν εβγήκε που λιγωμάρα του ’δωκε κι ολόκρυο τον αφήκε (Ερωτόκρ. Έ 28
    • β) εξάντληση, εξασθένηση:
      • λιγωμάρα μ’ έπιασεν κι η όψη μου εχλομιάστη (Ch. pop. 573).
  • 2) Σφοδρή επιθυμία, πόθος· λαχτάρα, ανυπομονησία:
    • (Κάτης (Χόλτον) 34), (Σαχλ. Ν 288
    • λιγωμάρα τση 'διδε το γλήγορο να μάθει αν … ζει ο Ρωτόκριτος (Ερωτόκρ. Έ 639).

[<ουσ. λίγωμα + κατάλ. ‑άρα. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες