Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγούρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγούρι το [liγúri] Ο44 : (λαϊκ.) ο λιγούρης.

[λιγούρ(ης) -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
λιγουρικός, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη Λιγουρία:
    • μετά λιγουρικών, ήτοι γενουβικών νηών (Ψευδο-Σφρ. 25419).

[<εθν. Λίγουροι (Steph.) + κατάλ. ικός. Βλ. και Λιγουρίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
Λιγουρίτης ο.
  • (Εδώ ως επίθ.) που προέρχεται από τη Λιγουρία:
    • νήες τρεις Λιγουρίται (Ψευδο-Σφρ. 3925 (ίσως ορθότ. λιγουρικαί, βλ. ‑ός)).

[<τοπων. Λιγουρία (Steph.) + κατάλ. ‑ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες