Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγούρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγούρης ο [liγúris] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που κατέχεται από ένα διαρκές αίσθημα πείνας και γενικότερα στέρησης· πεινάλας: Έμαθαν ότι υπάρχει τζάμπα φαΐ και πλάκωσαν όλοι οι λιγούρηδες. Mόλις δει γυναίκα, της κολλάει, ο ~.

[λιγούρ(α) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες