Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγούρης ο [liγúris] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που κατέχεται από ένα διαρκές αίσθημα πείνας και γενικότερα στέρησης· πεινάλας: Έμαθαν ότι υπάρχει τζάμπα φαΐ και πλάκωσαν όλοι οι λιγούρηδες. Mόλις δει γυναίκα, της κολλάει, ο ~.
[λιγούρ(α) -ης]