Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγούρα η [liγúra] Ο25α : 1. το αίσθημα της (έντονης) πείνας: Είχα τέτοια ~, που έτρωγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. 2. δυσάρεστο αίσθημα κενού στο στομάχι ανάλογο με αυτό της πείνας, που οφείλεται σε στομαχικές διαταραχές (σωματικές ή ψυχολογικές): Kάθε φορά που ανεβαίνω σε αεροπλάνο με πιάνει (μια) ~. 3. (μτφ.) έντονος (συνήθ. ερωτικός) πόθος, επιθυμία.
[λιγ(ώνω) -ούρα]