Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγοψυχιά η [liγopsixá] Ο24 : έλλειψη θάρρους ή ψυχικής αντοχής, δειλία.
[μσν. ολιγοψυχία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ολίγ(ος) -ο- + ψυχ(ή) -ία]