Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγοστός -ή -ό [liγostós] Ε1 : σχετικά λίγος, ολιγάριθμος, περιορισμένος. ANT πολύς: Λιγοστές οι πιθανότητες επιτυχίας. Ήρθαν λιγοστοί άνθρωποι στην εκδήλωση. Λιγοστό φως έμπαινε στο σπίτι.
[μσν. (ο)λιγοστός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο) < αρχ. ὀλιγοστός `μικρού αριθμού΄]