Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιγνός, επίθ.
-
- 1)
- α) Λεπτός, φτενός:
- καυστηρίαν ποίησον μετά λιγνού σιδήρου (Ορνεοσ. 58014)·
- β) μακρόστενος:
- λιγνόν ακρωτηράκιν (Πορτολ. Α 506)·
- γ) (προκ. για φρύδι) γαϊτανωτός:
- (Μαρκάδ. 27).
- α) Λεπτός, φτενός:
- 2)
- α) Ισχνός, λιπόσαρκος:
- μικρός, λιγνός ευρίσκεται (ενν. ο σκύλος), κρέας ποσώς δεν έχει (Αιτωλ., Μύθ. 345)·
- β) λεπτοκαμωμένος:
- τα χέρια της ήσανε μακριά, λιγνά τα δάκτυλά της (Θησ. ΙΒ́ [622])·
- γ) λεπτός, λυγερόκορμος, κομψός:
- μακρύς ήτον ως το βεργίν, λιγνός ως το καλάμιν (Ιμπ. 79).
- α) Ισχνός, λιπόσαρκος:
- 3) (Με τη λ. κάτεργο(ν)) προκ. για γαλέρα μικρή, με λεπτό σκαρί:
- κάτεργα λιγνά ξʹ και χοντρά ιςʹ και γρίπους (Byz. Kleinchron. Á 30014)·
- κάτεργα λιγνά, και … μεγάλα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3052).
[πιθ. <παλαιότ. επίθ. λέγνος (Ησύχ.) ή <μτγν. επίθ. λύγινος (<ουσ. λύγος η, οπότε ορθότ. γρ. λυ‑· πβ. EM 5651 και Steph., λ. λι‑). Τ. γλινός το 16. αι.· λεγνός, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (λίγνον), στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγνός -ή -ό [liγnós] Ε1 : ANT χοντρός. α. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος: Είχε κάτι λιγνά ποδαράκια σαν σπιρτόξυλα. Xοντρός και Λιγνός, ζευγά ρι παλαιών κωμικών του αμερικάνικου κινηματογράφου. β. λεπτός, αδύνατος: Xορεύοντας λυγίζει με χάρη τη λιγνή μέση της.
λιγνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [μσν. λιγνός ίσως < ελνστ. λέγνος· λιγν(ός) -ούτσικος]