Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιγνεύω.
-
- Γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω:
- κάμνω πάθη, εις τά ’πομένω και λιγνεύω και ασκημαίνω (Συναξ. γυν. 918).
[<επίθ. λιγνός + κατάλ. ‑εύω. Τ. λε‑ σήμ. ποντ.]
- Γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω: