Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγδώνω [liγδóno] -ομαι Ρ1 : λιγδιάζω: Bγάλε πια αυτό το λιγδωμένο σακάκι. Λιγδωμένα μαλλιά.

[μσν. *λιγδώνω (πρβ. μσν. μππ. λιγδωμένος) < λίγδ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες