Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγδιάζω [liγδjázo] Ρ2.1α μππ. λιγδιασμένος : λιγδώνω. α. λερώνω κτ. με λιπαρή βρομιά: Tον λίγδιασες πάλι το γιακά σου. β. λερώνομαι με λιπαρή βρομιά: Λίγδιασε το πουκάμισο. Φοράει ένα λιγδιασμένο καπέλο.
[λίγδ(α) -ιάζω]