Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγδερός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λιγδερός, επίθ.
  • Λιπαρός, λιγδιάρης:
    • τα λιγδερά ανατριχόγενά σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1239]).

[<ουσ. λίγδα + κατάλ. ‑ερός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες