Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβανέζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβανέζικος -η -ο [livanézikos] Ε5 : (προφ.) λιβανικός: Λιβανέζικα προϊόντα.

[Λίβαν(ος) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος) < λόγ. Λίβανος < ελνστ. Λίβανος `το βουνό Λίβανος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες