Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιβάνισμα το [livánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λιβανίζω. 1. (σπάν.) θυμιάτισμα: Πήρε το θυμιατό κι άρχισε το ~. 2. (μτφ.) α. η κολακεία, ο υπερβολικός εγκωμιασμός· λιβανιστήρι2: Συνηθισμένος στο ~, δεν ανέχεται την κριτική. β. η καθυστέρηση, η μακρόχρονη ενασχόληση με κτ., χωρίς αυτό να προχωράει: Άσε το ~ και τελείωνε, γιατί βιάζομαι.
[λιβανισ- (λιβανίζω) -μα]