Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανός -ή -ό [lanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) λεπτός, ισχνός. || (ως ουσ.) τα λιανά: α. μικρά κομμάτια από ένα διαμελισμένο σύνολο. ΦΡ το / τα κάνω λιανά, εξηγώ λεπτομερώς: Δεν καταλάβαμε, (για) κάν΄ τα μας λιανά· ΣYN ΦΡ τα κάνω ψιλά. β. (για χρήματα) τα ψιλά, τα κέρματα.
[μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]