Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανίζω [lanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κομματιάζω, κατατεμαχίζω: ~ το κρέας. 2. (μτφ.) α. δέρνω κπ. πολύ και άγρια: Aν πέσεις στα χέρια μου, θα σε λιανίσω. Θα σου λιανίσω τα κόκαλα. β. κατατροπώνω, κατανικώ τον αντίπαλο, τον καταστρέφω ολοκληρωτικά: Tους έστησαν ενέδρα και τους λιάνισαν.
[μσν. λιανίζω < λιαν(ός) -ίζω]